Τεχνητή νοημοσύνη – ένα εργαλείο για την κατανόηση του τρόπου σκέψης μας

Υπάρχουν πολλές οπτικές γωνίες από τις οποίες μπορεί να εξετάσει κανείς οποιοδήποτε επιστημονικό ζήτημα, αλλά μια από τις πιο ενδιαφέρουσες από αυτές είναι σαφώς η προσπάθεια προβολής των συμπερασμάτων που προκύπτουν από την κατανόησή μας επί ενός συγκεκριμένου πεδίου στα ευρύτερα πλαίσια μιας μεγαλύτερης «οντότητας». Μέσα από αυτό το πρίσμα θα εξετάσουμε τώρα τον, ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, τομέα της τεχνητής νοημοσύνης, χωρίς να εμπλακούμε σε περίπλοκες επιστημονικές θεωρήσεις αλλά κυρίως προσπαθώντας να κατανοήσουμε τι θα μπορούσε να θέλουν να μας πουν οι ιδέες που κρύβονται μέσα του.

Η τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι τίποτα περισσότερο από την προσπάθεια κατασκευής «ευφυών πρακτόρων» -δηλαδή μηχανισμών που θα έχουν τη δυνατότητα να δρουν με ευφυΐα. Άρα η τεχνητή νοημοσύνη είναι εκ των προτέρων μια καθαρά πρακτική έννοια, αφού δεν μπορεί να υφίσταται χωρίς να υπάρχει δράση. Αυτό ταυτόχρονα δίνει και μια νέα διάσταση της ευφυΐας, αφού μας δηλώνει ότι και η ίδια η ευφυΐα είναι αδιανόητη όταν δεν είναι εφαρμοσμένη, δηλαδή όταν δεν αναλώνεται για την επίτευξη ενός σκοπού.

‘Ομως αυτή η ίδια η έννοια της δράσης δεν μπορεί να είναι αποστασιοποιημένη, αλλά νοείται μόνο μέσα στα πλαίσια ενός περιβάλλοντος μέσα στο οποίο θα πραγματοποιείται η δράση. Η παρατήρηση, κατανόηση, και αλληλεπίδραση με το περιβάλλον αυτό είναι θεμελιώδης στόχος της τεχνητής νοημοσύνης, ακριβώς όπως και για τον άνθρωπο το πρώτο μέλημά του ήταν η προσπάθεια «αποκωδικοποίησης» της φύσης που τον περιβάλλει.

Τι σημαίνει, όμως, το ότι οι «πράκτορες» αυτοί θα δρουν με ευφυΐα; Πώς μπορούμε να μετρήσουμε αν μια πράξη είναι ευφυής ή όχι; Στο ερώτημα αυτό θα μπορούσαν να δοθούν μυριάδες διαφορετικές απαντήσεις, οι περισσότερες από τις οποίες θα κινούνταν μάλλον στα πλαίσια της «ηθικής» παρά της λογικής, όμως οι επιστήμονες της τεχνητής νοημοσύνης απέφυγαν επιμελώς αυτή την παγίδα. Αντί να ορίσουν την ευφυΐα την ίδια, την «αντικατέστησαν» (προσωρινά) με την «ορθολογικότητα» -και έτσι είπαν ότι

Ο ευφυής πράκτορας θα πρέπει πάντοτε να δρα ορθολογικά. Ο ορθολογισμός αυτός συνίσταται στο ότι η κάθε δραστηριότητά του θα πρέπει να μεγιστοποιεί τησυνάρτηση χρησιμότητάς του.

Η συνάρτηση χρησιμότητας δεν είναι κατανάγκην κάποιος πολύπλοκος μαθηματικός τύπος -στην πραγματικότητα, είναι μάλλον αυτό που στην καθομιλουμένη αποκαλούμε «το συμφέρον του». Με άλλα λόγια, ο πράκτορας αυτός οφείλει πάντοτε να δρα με βάση το συμφέρον του, όπως έχει καθοριστεί αυτό μέσα του. Η μαγική λέξη είναι το «πάντοτε», δηλαδή ο ευφυής πράκτορας απαγορεύεται να είναι αφηρημένος, να δρα μηχανικά ή από συνήθεια, ή οτιδήποτε παρόμοιο. Πρέπει μονίμως να είναι απολύτως «συνειδητός» (με ή χωρίς τα εισαγωγικά) στην επιδίωξη του συμφέροντός του.

Αυτό είναι το βασικό πλαίσιο εργασίας μέσα στο οποίο κινείται η τεχνητή νοημοσύνη.’Ομως πολλές από τις έννοιες που παρουσιάσαμε προηγουμένως απαιτούν σημαντική διασαφήνιση, καθώς είναι μάλλον «αφηρημένες» για τα δεδομένα ενός τόσο πρακτικού και εφαρμοσμένου τομέα.

Τι είναι αυτό το περιβάλλον;

Η πρώτη έννοια που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν οι επιστήμονες της τεχνητής νοημοσύνης είναι αυτό το περίφημο «περιβάλλον». Πιο συγκεκριμένα, αντιλαμβανόμενοι την περιπλοκότητα του εγχειρήματός τους, προσπάθησαν να κατανοήσουν γιατί τους δυσκολεύει τόσο πολύ η δράση μέσα σε αυτό το αποδεδειγμένα πολύπλοκο χώρο που μας περιβάλλει. ‘Ετσι κατηγοριοποίησαν τα «περιβάλλοντα» με βάση κάποια χαρακτηριστικά τα οποία έχουν σημαντική επίδραση στον τρόπο με τον οποίο ο πράκτορας αντιλαμβάνεται το περιβάλλον του.

Α. Πλήρως και εν μέρει παρατηρήσιμα περιβάλλοντα. Στο περιβάλλον αυτό στο οποίο προσπαθούμε να «εμφυτεύσουμε» τον ευφυή πράκτορα, θα έχει άραγε αυτός τη δυνατότητα να παρατηρεί τα πάντα, ή μάλλον θα μπορεί να έχει τη δυνατότητα μερικής παρατήρησης; Με άλλα λόγια, οι «αισθητήρες» ανιχνεύουν όλες τις πτυχές που έχουν συνάφεια με την επιλογή της ενέργειας;

Β. Αιτιοκρατικά ή στοχαστικά περιβάλλοντα. Στο περιβάλλον αυτό στο οποίο προσπαθούμε να «εμφυτεύσουμε» τον ευφυή πράκτορα, θα έχει άραγε αυτός τη δυνατότητα να γνωρίζει με βεβαιότητα την αιτιοκρατία των συμβάντων (τόσο ως προς το αίτιο όσο και ως προς το αποτέλεσμα), ή μάλλον θα είναι συνεχώς αναγκασμένος να κάνει «εύλογες υποθέσεις» ως προς την αιτία και τις συνέπειες των ενεργειών;

Γ. Στατικό ή δυναμικό περιβάλλον. Στο δυναμικό περιβάλλον μπορεί να προκύψουν αλλαγές ενώ ο πράκτορας μελετά την επόμενη ενέργειά του -σε αντίθετη περίπτωση το περιβάλλον θεωρείται στατικό. Τα στατικά περιβάλλοντα είναι σαφώς απλούστερα, καθώς δεν απαιτούν από τον πράκτορα να ασχολείται με το θέμα του χρόνου.

Δ. Διακριτό ή συνεχές περιβάλλον. Εδώ η διαφορά έγκειται στο αν ο πράκτορας θα έχει αντίληψη συνεχών (πραγματικών) τιμών για τις διάφορες μεταβλητές (όπως η ταχύτητα, ο χρόνος, κ.λπ.) ή θα τις αντιμετωπίζει ως τιμές από ένα πεπερασμένο σύνολο διακριτών καταστάσεων.

Ε. Μονοπρακτορικό ή πολυπρακτορικό περιβάλλον. Εδώ τα πράγματα φαίνονται καταρχήν απλά -εξετάζουμε το αν υπάρχει ένας πράκτορας στο περιβάλλον ή περισσότεροι. ‘Ομως στα πολυπρακτορικά περιβάλλοντα εισέρχονται πολλά ενδιαφέροντα ζητήματα, όπως τα ζητήματα της συνεργασίας, τουανταγωνισμού, και της επικοινωνίας, που απαιτούν ειδικές δεξιότητες.

Ζ. Επεισοδιακό ή ακολουθιακό περιβάλλον. Στα επεισοδιακά περιβάλλοντα ο πράκτορας καλείται μόνο να αντιμετωπίσει ένα συγκεκριμένο πρόβλημα -δεν έχει να ασχοληθεί καθόλου με το τι θα γίνει μετά από αυτό (δεν ασχολείται με το μέλλον). Αντίθετα, στα ακολουθιακά περιβάλλοντα οι τρέχουσες ενέργειες επηρεάζουν τις μελλοντικές καταστάσεις και ενέργειες.

Είναι προφανές ότι το πραγματικό περιβάλλον -ο κόσμος- είναι εξαιρετικά δυσχερής ως προς την αντιμετώπιση, επειδή σε όλες αυτές τις κατηγοριοποιήσεις κατέχει την πιο «σύνθετη» από τις ιδιότητες. ‘Ετσι για να προχωρήσουν οι επιστήμονες «απλούστευσαν» καταρχήν σημαντικά το πρόβλημά τους, και έτσι άρχισαν να εξετάζουν πλήρως παρατηρήσιμα, πλήρως αιτιοκρατικά, στατικά, και μονοπρακτορικά περιβάλλοντα (για παράδειγμα, το σκάκι). Στο «μικρόκοσμο» αυτό η σημαντικότερη έννοια είναι αυτή της αλήθειας για μια λογική πρόταση -με άλλα λόγια, εξετάζεις (αφού γνωρίζεις όλα τα δεδομένα) τη λογική αλήθεια ή το λογικό ψεύδος μιας πρότασης και δρας ανάλογα.

Ο δυϊκός κόσμος

Ο κόσμος του «αληθούς-ψευδούς» είναι άμεση συνέπεια αυτών των απλουστεύσεων ως προς το περιβάλλον, και περιλαμβάνει ένα σύνολο λογικών κανόνων με βάση τους οποίους ο πράκτορας μπορεί όχι μόνο να αποτιμήσει την αλήθεια η το ψεύδος μιας πρότασης, αλλά ακόμα και να συναγάγει νέες προτάσεις (θεωρήματα) με βάση τις προηγούμενες θέσεις (αξιώματα και θεωρήματα) που έχει. Η «επίσημη» έκφραση του κόσμου αυτού στα μαθηματικά είναι η άλγεβρα Boole, μέσω της οποίας πραγματοποιούνται αυτοί οι λογικοί μετασχηματισμοί και πράξεις.

Ο δυϊκός κόσμος είναι εξαιρετικά πολύτιμος για τους πράκτορες, επειδή ουσιαστικά μόνο σε αυτόν μπορούν να δράσουν με σιγουριά (όπως συμβαίνει και με τους ανθρώπους). Το σημαντικό όμως είναι να θυμάται κανείς συνεχώς τις απλοποιητικές παραδοχές που κρύβονται πίσω από αυτόν τον κόσμο.

Ο πραγματικός κόσμος

Είναι όμως προφανές ότι το πραγματικό περιβάλλον στο οποίο θα κληθούν τελικά να λειτουργήσουν οι πράκτορες είναι το ίδιο το περιβάλλον όπου κινούνται και οι άνθρωποι, το οποίο έχει δυστυχώς ακριβώς τα αντίθετα χαρακτηριστικά: είναι μερικώς παρατηρήσιμοστοχαστικό, και δυναμικό. Στο περιβάλλον αυτό η έννοια της αλήθειας, δυστυχώς, γίνεται κατ’ ανάγκη σχετική (αν δεν ήταν σχετική, υποχρεωτικά θα είχαμε περιβάλλον βέβαιης γνώσης), και έτσι δεν μπορεί κανείς να βασιστεί σε μια γνώση που εκ των πραγμάτων αποκλείεται να έχει. ‘Ετσι ο «βαθμός αληθείας» αντικαθίσταται από το «βαθμό πεποίθησης της αλήθειας». Με άλλα λόγια

Ο ευφυής πράκτορας δρα στο περιβάλλον με βάση αυτό που πιστεύει ότι είναι αληθές. Για να αποφεύγει την παγίδευση σε μόνιμα σφάλματα, εξετάζει εκ των υστέρων το νεοδιαμορφωμένο «κόσμο» (το αποτέλεσμα της δράσης του) και αναπροσπαρμόζει πάντα εκ των υστέρων το βαθμό πεποίθησής του ως προς την αλήθεια των πραγμάτων.

Ο ευφυής πράκτορας δεν επιτρέπεται λοιπόν να σταματά ποτέ. Πρέπει συνεχώς να κινείται, τόσο εξωτερικά (δράση) όσο και εσωτερικά (αναπροσαρμογή των πεποιθήσεών του με βάση τα αναπάντεχα αποτελέσματα της δράσης του).

Ορθολογισμός, συνάρτηση χρησιμότητας, και μάθηση

Ο ορθολογισμός σημαίνει ότι, μεταξύ δύο ενδεχόμενων ενεργειών, ο πράκτορας θα επιλέγει πάντα τη λειτουργία εκείνη που μεγιστοποιεί μια συνάρτηση χρησιμότητας (το «συμφέρον» του). Εδώ συναντάμε την πρώτη εξαιρετικά μεγάλη διαφορά της τεχνητής νοημοσύνης από την ανθρώπινη -ο άνθρωπος δεν είναι τυπικά ορθολογικός, αλλά αυτό είναι δευτερεύον. Το σημαντικό είναι ότι στον πράκτορα η συνάρτηση χρησιμότητας επιβάλλεται εξωτερικά, ενώ ο άνθρωπος διαθέτει «ελεύθερη βούληση» που του επιτρέπει ανά πάσα στιγμή να αποφασίζει στην αναπροσαρμογή της εσωτερικής «συνάρτησης χρησιμότητάς του».

Εφόσον ο ορθολογισμός συνίσταται σε μια μεγιστοποίηση συνάρτησης, περιλαμβάνει υποχρεωτικά τη συνεχή εκτίμηση -τόσο πριν από μια ενέργεια, ώστε να εντοπιστεί η ενέργεια που μεγιστοποιεί το αποτέλεσμα, όσο και μετά από την ενέργεια, ώστε να ενσωματώσει ο πράκτορας τη γνώση από το αποτέλεσμα της δράσης του, καθώς και την πληροφορία για το μεταβαλλόμενο κόσμο.

Αυτό δημιουργεί την απαίτηση για ένα μηχανισμό μάθησης, έτσι ώστε να μετατρέπονται τα αποτελέσματα των αισθητηρίων του πράκτορα σε «λογικές» παραστάσεις που συνδυάζουν ένα ή περισσότερα αίτια με ένα ή περισσότερα αποτελέσματα. Αυτή η μάθηση είναι τυπικά στατιστική, αφού ο πράκτορας διαπιστώνει μόνο τη «στατιστική συχνότητα αλήθειας και σφάλματος» -λόγω του δεδομένου περιορισμού ως προς το περιβάλλον του.

Η έννοια της μάθησης είναι τόσο θεμελιώδης για την τεχνητή νοημοσύνη που αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία πραγματοποιούνται όλες σχεδόν οι εξελίξεις αυτού του χώρου. Καθώς αναπτύσσονται όλο και καλύτεροι μηχανισμοί μάθησης, διευρύνεται συνεχώς το πεδίο δράσης των ευφυών πρακτόρων αλλά και ανακαλύπτονται νέες «αλήθειες» του κόσμου οι οποίες μέχρι τώρα είχαν περάσει απαρατήρητες (κυρίως επειδή οι άνθρωποι δεν είναι συνήθως τόσο σχολαστικοί στο συνεχή έλεγχο αιτίων-αποτελεσμάτων).

Σε κάποιες περιπτώσεις είναι δυνατή η εξαγωγή νόμων σχετικά με το περιβάλλον αυτό: για παράδειγμα, «η ύπαρξη των συνθηκών Α και Β δημιουργεί πρακτικά τη βεβαιότητα για την εξέλιξη Γ με έναν αιτιοκρατικό νόμο Ν». Δυστυχώς, αυτό είναι εφικτό μόνο σε περιορισμένους τομείς, ή μάλλον σε τομείς που έχουν εκ των προτέρων περιγραφεί σχεδόν πλήρως ως προς τα αίτια και τα πιθανά αποτελέσματα. Συνήθως η ζωή είναι αρκετά πιο πολύπλοκη, και έτσι ο πράκτορας μπορεί μόνο να εξαγάγει μια πιθανή συμπερασματική σχέση μεταξύ των αιτίων και του αποτελέσματος, συχνά χωρίς να μπορεί να εκτιμήσει καν τη σχετική βαρύτητα των διαφόρων παραμέτρων. Το πιο γνωστό παράδειγμα είναι ο τομέας της ιατρικής, όπου συνεχώς ακούμε ότι η αιτία Χ «αυξάνει την πιθανότητα» του αποτελέσματος Ψ, χωρίς συχνά να αναφέρεται ο λόγος για τον οποίο υπάρχει ή δεν υπάρχει αυτή η διαφοροποίηση. Είναι δηλαδή σαν να υπάρχει μεταξύ των αιτίων και των αποτελεσμάτων ένα μαύρο κουτί, το οποίο επεξεργάζεται με «μαγικό» τρόπο τα αίτια και παράγει συχνά κάποια αποτελέσματα. Καλωσήλθατε στον κόσμο των νευρωνικών δικτύων.

Συλλογική μάθηση και δράση

Αν και αυτά τα προβλήματα είναι ήδη πολύπλοκα, τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο δύσκολα όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε πολυπρακτορικά περιβάλλοντα, δηλαδή περιβάλλοντα εντός των οποίων δρουν περισσότεροι από έναν ευφυείς πράκτορες. Τα δύο κύρια ζητήματα που ζητούν απάντηση είναι τα εξής:

1. Μπορούν οι πράκτορες να συνδυάσουν τα αποτελέσματα που προκύπτουν από την ατομική τους μάθηση, έτσι ώστε να συνεισφέρουν σε μια ανώτερου επιπέδου συλλογική μάθηση;

2. Μπορούν οι πράκτορες να δράσουν ανεξάρτητα με στόχο τη μεγιστοποίηση της συνάρτησης χρησιμότητάς τους, και παράλληλα να μεγιστοποιήσουν μια διαφορετική, συλλογικού επιπέδου συνάρτηση χρησιμότητας;

Στο πρώτο ερώτημα η απάντηση είναι σαφής, καθαρή, και πλήρως αποδεδειγμένη μαθηματικά:

Το αποτέλεσμα της συλλογικής μάθησης είναι πάντα ανώτερο από εκείνο της ατομικής μάθησης εφόσον οι πράκτορες δεν ξεκινούν από ένα επίπεδο γνώσης που είναι φορτισμένο προς κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση -με άλλα λόγια, εάν οι πράκτορες δεν έχουν εγγενείς προκαταλήψεις.

Το δεύτερο ερώτημα είναι αντικείμενο συνεχούς έρευνας, αλλά έχουν προκύψει κάποια σημαντικά συμπεράσματα ως προς τις μεθόδους με τις οποίες μπορεί ένα σύνολο ανταγωνιστικών πρακτόρων να συνεργάζονται άθελά τους στην επίτευξη κάποιου στόχου. ‘Ομως ακόμα μεγαλύτερη σημασία έχει το θέμα της επικοινωνίας, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο οι πράκτορες θα δρουν πραγματικά συλλογικά.

 

Πηγή:  http://www.ododeiktes.gr/

Τοποθέτησαν σε 11άχρονη Βιονική Σπονδυλική Στήλη

Τέλος στη ταλαιπωρία χιλιάδων παιδιών βάζει μια μαγνητική ράβδος που τοποθετείται στην σπονδυλική στήλη, μεγαλώνει μαζί με τα οστά και θεραπεύει την σκολίωση!

Τέλος στη ταλαιπωρία χιλιάδων παιδιών βάζει μια μαγνητική ράβδος που τοποθετείται στην σπονδυλική στήλη, μεγαλώνει μαζί με τα οστά και θεραπεύει την σκολίωση!Πρόκειται για μια επαναστατική μέθοδο, που έχει αρχίσει να εφαρμόζεται στο Βασιλικό Ορθοπεδικό Νοσοκομείο του Λονδίνου από τον ορθοπεδικό Χιλάλι Νόορντιν.
Ήδη μάλιστα έγινε εφαρμογή της νέας αυτής μεθόδου σε 40 ασθενείς, ανάμεσα στους οποίους είναι και η 11χρονη Νατάσα Ράχμαν που για τον λόγο αυτό ονομάζεται στην Βρετανία ως «το βιονικό κορίτσι».
Το εντυπωσιακό είναι ότι μία μικρή τομή δύο εκατοστών, με γενική αναισθησία, φθάνει για να εμφυτευθούν μία ή δύο ράβδοι κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης, πάνω στην οποία βιδώνονται. Η ράβδος εμπεριέχει έναν μαγνήτη ώστε να μπορεί ο γιατρός να προσαρμόζει το μήκος της με το εξωτερικό τηλεχειριστήριο.
Διαθέτει επίσης έναν αισθητήρα πίεσης, που ειδοποιεί το τηλεχειριστήριο όταν έχει φτάσει στο ιδανικό μήκος. Έτσι, το μήκος της ράβδου προσαρμόζεται ανάλογα με την ανάπτυξη της σπονδυλικής στήλης χωρίς να χρειάζεται νέα εγχείρηση.
Η εγχείρηση διαρκεί τρεις ώρες και το παιδί μένει στο νοσοκομείο για μία εβδομάδα.

Πηγή: http://www.infospoudes.gr/

Βιονικός Νεφρός

 

 

Η αιμοκάθαρση σήμερα είναι η μία από τις δύο θεραπείες των ασθενών που πάσχουν από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου (η άλλη είναι η περιτοναϊκή κάθαρση) και για να πραγματοποιηθεί μεταφέρεται αίμα από τον ασθενή σε ένα φίλτρο, το οποίο είναι προσαρμοσμένο σε ένα μηχάνημα και με τον τρόπο αυτό αφαιρούνται το πλεόνασμα του νερού και οι άχρηστες ουσίες που συσσωρεύτηκαν στον οργανισμό, όπως η ουρία κλπ. Ατυχώς, η διαδικασία αυτή δεν είναι τόσο επαρκής, όσο θα θέλαμε και δεν μπορεί να επιτελέσει πολλές άλλες λειτουργίες του φυσιολογικού οργάνου, δηλαδή του φυσιολογικού νεφρού. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την κακή εξέλιξη των ασθενών που κάνουν τεχνητό νεφρό και έχει επιπτώσεις στην προοπτική της ζωής τους. Ο βιονικός νεφρός υποκαθιστά πολλές από τις λειτουργίες του φυσιολογικού νεφρού που χάθηκαν, αφού συνδυάζει την αιμοκάθαρση που επιτυγχάνει ο τεχνητός νεφρός και τις λειτουργίες των ζωντανών επιθηλιακών σωληναριακών κυττάρων που επίσης περιέχει.

Ο βιονικός λοιπόν νεφρός αποτελεί θέμα το οποίο ενδιαφέρει πάνω από ένα εκατομμύριο ασθενείς που πάσχουν από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια. Οι ερευνητές κατασκεύασαν ένα νέο τύπο «βιονικού νεφρού» δηλαδή ένα νεφρό που κατά το ένα μέρος του είναι βιολογικός και κατά το άλλο μηχανικός, ο οποίος στην πραγματικότητα έχει ενσωματωμένα ζωντανά κύτταρα πάνω σε μία μεμβράνη κάθαρσης. Όταν ο βιονικός νεφρός συνδέθηκε με σκύλους που είχαν νεφρική ανεπάρκεια, διαπιστώθηκε ότι παρείχε λειτουργία πάνω από το 50% της φυσιολογικής. Αυτό το προϊόν έρευνας (βιονικός νεφρός) δεν ήταν απλά αποτελεσματικό και πιο αποδοτικό από την συμβατική αιμοκάθαρση, ήταν ικανό να παράγει και να παρέχει σημαντικούς μεταβολίτες ή ορμόνες και να έχει και ανοσολογικές λειτουργίες.

Όταν οι καλλιέργειες των σωληναριακών νεφρικών κυττάρων εισαχθούν στο υλικό του φίλτρου του βιονικού νεφρού που κάνει την αιμοκάθαρση, κολλάνε πάνω στην επιφάνεια αυτή και σχηματίζουν ένα λείο, σταθερό στρώμα κυττάρων που μοιάζει με αυτό των επιθηλιακών κυττάρων του φυσιολογικού νεφρού. Το υπερδιήθημα που προκύπτει από την δίοδο του αίματος από το υλικό του βιονικού νεφρού, που ευθύνεται για την αιμοκάθαρση, περνά στη συνέχεια από αυτό το στρώμα κυττάρων που αναφέρθηκε. Εκτιμώντας τις διάφορες λειτουργίες και τους μεταβολίτες στο υγρό που βγαίνει από το μηχάνημα αυτό (βιονικός νεφρός), οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι είχε λειτουργίες παρόμοιες με αυτές του φυσιολογικού νεφρού. Πιο ενδιαφέρον είναι ότι τα σωληναριακά επιθηλιακά κύτταρα επιβιώνουν ικανοποιητικά και πολύ λίγα νεκρώνονται ή απομακρύνονται από την μεμβράνη. Η ερευνητική δουλειά που αναφέρθηκε δείχνει ότι στο μέλλον πιθανά να υπάρξει ευρύτερη εφαρμογή αυτής της μηχανής (ή άλλης αντίστοιχης) στους ανθρώπους και δείχνει ότι η κατασκευή ενός εμφυτεύσιμου τεχνητού νεφρού που θα αντικαταστήσει τον σημερινό τεχνητό νεφρό δεν απέχει πολύ από το να γίνει το όνειρο αυτό πραγματικότητα.
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ

Ένα από τα προβλήματα που υπάρχουν στην κατασκευή του βιονικού νεφρού είναι ότι χρειάζονται διαφορετικά είδη κυττάρων να ενσωματωθούν πάνω στη ίδια μεμβράνη.

Η φύση της μεμβράνης που θα χρησιμοποιηθεί πρέπει να έχει μακρά διάρκεια ζωής.
ΑΠΟΨΕΙΣ

Ο Michael Lysaght είπε ότι τα τεχνητά όργανα στο μέλλον θα είναι διαφορετικά από τα σημερινά και ότι θα δούμε αυτά τα όργανα να περιέχουν νεφρικά κύτταρα, της μίας ή άλλης μορφής, ενώ προέβλεψε ότι κάθε όργανο θα μπορεί να κατασκευασθεί, με εξαίρεση ίσως τον εγκέφαλο.
ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Μέχρι το 2000 δεν ήταν εφικτό να λειτουργήσει ένας νεφρός που θα εμφυτεύεται στον πάσχοντα από νεφρική ανεπάρκεια, με σκοπό την υποκατάσταση της νεφρικής λειτουργίας (T Groth 2000). Προς το παρόν μόνο εξωσωματική χρήση των συσκευών τύπου βιονικού νεφρού έχουν χρησιμοποιηθεί.

Οι ερευνητές στο πανεπιστήμιο του Michigan (Dr. Humes) θεωρούν ότι σε 3 χρόνια από σήμερα θα μπορέσει να γίνει ευρεία χρήση του βιονικού νεφρού. Μάλιστα υποστηρίζουν ότι σε αντίθεση με την αιμοκάθαρση, η τεχνολογία του βιονικού νεφρού θα παρέχει εκτός από κάθαρση και άλλες λειτουργίες, όπως ενδοκρινικές, μεταβολικές και ανοσολογικές, που δεν τις έχει ο ασθενής που έχει νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου και οι οποίες δεν υποκαθίστανται από τον τεχνητό νεφρό (αιμοκάθαρση).

Το μηχάνημα βιονικού νεφρού δοκιμάσθηκε στη φάση Ι και διαπιστώθηκε ότι ήταν ασφαλές για περαιτέρω δοκιμές.

Το μηχάνημα βιονικού νεφρού που έχει επινοηθεί από τον Dr. Humes δοκιμάσθηκε σε ασθενείς με οξεία νεφρική ανεπάρκεια. Η φάση ΙΙ της δοκιμής αυτής ολοκληρώθηκε και πρόκειται να εκφρασθεί ο οργανισμός τροφίμων και φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA) και να βγάλει το πόρισμά του στο τέλος του 2003.

Ακόμη, οργανισμός τροφίμων και φαρμάκων έδωσε άδεια να δοκιμασθεί ο βιονικός νεφρός του πανεπιστημίου του Michigan σε ανθρώπους της μονάδας εντατικής θεραπείας που πάσχουν από οξεία νεφρική ανεπάρκεια. Ο πρώτος άνθρωπος που αντιμετωπίσθηκε με το μηχάνημα και πήγε καλά. Ο Humes προέβλεψε ότι σύντομα θα κατασκευασθεί βιονικός νεφρός που θα φοριέται ή θα εμφυτεύεται στο σώμα του ασθενούς και θα παρέχει πλήρη υποστήριξη νεφρικής λειτουργίας στον πάσχοντα.

Μία άλλη εξέλιξη του θέματος είναι η δημιουργία νεφρού με πλήρεις λειτουργίες από κύτταρα δέρματος αυτιών αγελάδας που ξεκίνησαν ερευνητές από την Μασαχουσέτη. Αυτοί θεωρούν ότι ο τύπος αυτός της τεχνολογίας θα βοηθήσει να λυθούν τα προβλήματα απόρριψης.

 

Πηγή: http://www.iator.gr/2011/01/01/vionikos-nefros/

Βιονικό χέρι

Ακρωτηριασμός κατά επιλογή

 Η πρόοδος της βιονικής επιστήμης είναι τέτοια που πλέον ασθενείς επιλέγουν να έχουν βιονικά άκρα αντί για τα πραγματικά που έχουν υποστεί βλάβη.

Βιονικό χέρι
Τον περασμένο χρόνο, ένας νεαρός Αυστριακός, που υπέστη σοβαρές βλάβες από ηλεκτροπληξία στην εργασία του, προτίμησε να ακρωτηριαστεί το αριστερό του χέρι, το οποίο δεν είχε πια καμία λειτουργία. Με τεχνητό μέλος που χρησιμοποιεί νευρικά σήματα μπορεί πλέον να πιάνει και να σηκώνει αντικείμενα.
Ο χειρουργός του, ο καθηγητής Oskar Aszmann, του Ιατρικού Πανεπιστημίου της Βιέννης, λέει ότι μια δοκιμή με ένα υβριδικό βιονικό χέρι που συνέδεσαν στο χέρι του τον έπεισε για τα οφέλη του ακρωτηριασμού.
«Για τον ίδιο, το πιο σημαντικό πράγμα δεν είναι η ανατομική απώλεια αλλά η ανάκτηση της λειτουργικότητας. Μετά από μόλις δυο ώρες μπορούσε να κάνει πράγματα που δεν είχε κάνει για δυο ή τρία χρόνια.»
Μέσα στον επόμενο χρόνο, ένας δεύτερος ασθενής του καθηγητή θα προτιμήσει επίσης τον ακρωτηριασμό προκειμένου να αποκαταστήσει την λειτουργία του χεριού του με βιονικό άκρο.

 

37513d

 

Πηγή: http://hkoinoniamas.blogspot.gr/2011/04/blog-post_8010.html

Στην Αυστραλία ετοιμάζονται να δοκιμάσουν βιονικά μάτια για τυφλούς

Το Πανεπιστήμιο της Νέας Νότιας Ουαλίας στην Αυστραλία ετοιμάζεται να δοκιμάσει «βιονικά μάτια», τεχνητούς οφθαλμούς με διαφορετικού βαθμού αποτελεσματικότητα, τα οποία μπορούν να αντικαταστήσουν τα φυσικά όργανα της όρασης.

Η ευρεσιτεχνία αυτή προορίζεται για ανθρώπους, που πάσχουν από παθήσεις του αμφιβληστροειδούς. Στο μάτι εμφυτεύεται ένα μόσχευμα με μικροτσίπ, που περιέχει έναν μικροσκοπικό ραδιοδέκτη και μεγάλο αριθμό ηλεκτροδίων, τα οποία διεγείρουν τα νευρικά κύτταρα του αμφιβληστροειδούς και το οπτικό νεύρο, που μεταδίδει το σήμα στον εγκέφαλο. Το σήμα μεταδίδεται από μια βιντεοκάμερα (για παράδειγμα, ενσωματωμένη σε ένα ζευγάρι γυαλιά) στο εμφυτευμένο μικροτσίπ με τη βοήθεια υψηλής συχνότητας ραδιοκυμάτων. Αυτή τη στιγμή γίνονται εργασίες για την κατασκευή δύο τύπων μοσχευμάτων.

Το πρώτο από αυτά σχεδιάζεται να αρχίσει να δοκιμάζεται το 2013. Αυτό το μόσχευμα θα επιτρέψει απλώς στα άτομα με βλάβη στον αμφιβληστροειδή να ξεχωρίζουν μόνο ογκώδη αντικείμενα (από κτήρια έως αυτοκίνητα και παγκάκια στο πάρκο) και να μετακινούνται χωρίς τη βοήθεια τρίτων. Το συγκεκριμένο τσιπ θα περιλαμβάνει 98 διεγερτικά ηλεκτρόδια.Το δεύτερο, στο οποίο θα χρησιμοποιούνται ήδη περισσότερα από 1000 ηλεκτρόδια, θα επιτρέπει στον άνθρωπο να ξεχωρίζει πρόσωπα και να διαβάζει μεγάλες επιγραφές. Οι δοκιμές του θα αρχίσουν το 2014.

Πηγή: http://greek.ruvr.ru/2012_05_06/73964842/

«Ανθρώπινο Σώμα 2.0» – Άνθρωποι με μηχανικά όργανα υψηλής τεχνολογίας

Αν ο Ρομπ Σπένς πραγματοποιήσει τους στόχους που έχει θέσει, η τεχνολογία θα αλλάξει την εικόνα που έχει για τον κόσμο, στην κυριολεξία. Παραγωγός ταινιών στο Τορόντο, ο Σπένς θέλει να ενσωματώσει μία ασύρματη κάμερα στο μάτι του, ώστε να μελετήσει, μεταξύ άλλων, τα σημεία που η τεχνολογία τέμνει την ανθρωπότητα.
Η περίπτωση του Σπένς συνιστά το πιο πρόσφατο παράδειγμα της σύγκλισης ανθρώπων και μηχανών.

Έχοντας πλέον ξεφύγει από τη σφαίρα των επιστημονικής φαντασίας βιβλίων και ταινιών, η τεχνολογία ενσωματώνεται όλο και περισσότερο στο ανθρώπινο σώμα.

Όπως περιγράφει η Τζέιμς Γκίρι, συγγραφέας του βιβλίου «Ηλεκτρικό Σώμα: Ανατομία των νέων βιονικών αισθήσεων», η ανθρωπότητα χρησιμοποιεί την τεχνολογία για τη βελτίωση των αισθήσεων ήδη από την εποχή των ανθρώπων των σπηλαίων. Για τον ίδιο, βιονική θεωρείται μία συσκευή που μπορεί να βελτιώνει μια αίσθηση, όπως τα βοηθήματα ακοής, μέχρι τα ακουστικά ενός κινητού τηλεφώνου που μας επιτρέπουν να μιλάμε χωρίς να χρησιμοποιούμε τα χέρια μας για να κρατήσουμε τη συσκευή.

Τα τελευταία χρόνια, με τη βοήθεια της τεχνολογίας έχουν κατασκευαστεί πολλές μικρές, ενεργειακά αυτάρκης ηλεκτρονικές συσκευές. Ως αποτέλεσμα, παρατηρείται μια μεγάλη «αλλαγή προς την ένταξη τους μέσα στο ανθρώπινο σήμα, αντί για έξω από αυτό», εξηγεί ο Γκίρι. Ο Σπένς δε θα αυξήσει την ικανότητα των αισθήσεων του με την παραδοσιακή βιονική έννοια, η όραση του δε βελτιωθεί στο ελάχιστο.

Εξάλλου, ο αμφιβληστροειδής χιτώνας του ματιού του είχε υποστεί τόση ζημιά σε ένα ατύχημα, που αντικατέστησε το μάτι με τεχνητό.

Η Second Sight, εταιρεία που ανέλαβε την περίπτωση του Σπένς, έχει αναπτύξει μία συσκευή που μπορεί να αποκαταστήσει μερικώς την όραση για ορισμένες περιπτώσεις τυφλών. Μέχρι στιγμής, η εταιρεία αναφέρει ότι έχει εμφυτεύσει τη συσκευή σε 21 ανθρώπους με προβλήματα στον αμφιβληστροειδή.

Η συσκευή, που βρίσκεται ακόμη στο στάδιο κλινικών δοκιμών, αποτελείται από μια κάμερα ενσωματωμένη σε ένα ζευγάρι γυαλιά.

Οι εικόνες μεταδίδονται σε ηλεκτρόδια που έχουν εμφυτευθεί στον αμφιβληστροειδή, ο οποίος στέλνει τις εικόνες στον εγκέφαλο. Στην ουσία, η συσκευή δίνει στους ασθενείς τη δυνατότητα να αντιληφθούν μοτίβα φωτός, τα οποία μεταφράζονται από τον εγκέφαλο ως εικόνες.

Ο Δρ. Μιγκλελ Νίκολις είναι νευροεπιστήμονας στο πανεπιστήμιο Ντιουκ των ΗΠΑ. Τη τελευταία δεκαετία έχει πραγματοποιήσει σειρά ερευνών για τη σχέση της εγκεφαλικής δραστηριότητας με συσκευές.

Ελπίζει ότι οι εξελίξεις σε αυτό το πεδίο θα οδηγήσουν στη δημιουργία των πρώτων τεχνητών μελών που θα ελέγχονται από τον εγκέφαλο.

«Ελπίζουμε να αποκαταστήσουμνε τη κινητικότητα εκείνων που έχουν χάσει την ικανότητα αποστολής μηνυμάτων στον εγκέφαλο και τους μυς τους», ανέφερε ο ίδιος σε πρόσφατη συνέντευξή του.

Οι επιστήμονες έχουν ήδη δείξει ότι μαϊμούδες με ειδικά εξαρτήματα στον εγκέφαλό τους μπορούν να ελέγξουν μηχανήματα όπως ρομποτικοί βραχίονες με τη σκέψη. Επίσης, έχουν αναπτύξει λογισμικό υπολογιστή που μπορεί να ερμηνεύει σήματα που λαμβάνονται από ηλεκτρόδια. Η μέθοδος θα μπορούσε να βοηθήσει στην αποκατάσταση της κινητικότητας τετραπληγικών αλλά και άλλων ασθενών με τραύματα στη σπονδυλική στήλη.

Το μεγαλύτερο εμπόδιο προς το παρόν είναι η ασφαλής τοποθέτηση των ηλεκτροδίων στον εγκέφαλο.

Οι επιστήμονες εργάζονται εντατικά στην ανεύρεση τρόπου ένταξης τέτοιων συσκευών και εξαρτημάτων σε ανθρώπινους οργανισμούς.

Η ομαλή λειτουργία συσκευών μέσα σε ζωντανό ιστό είναι ακόμη ένα ζήτημα που απασχολεί τους επιστήμονες, αφού η μεταλλική τους κατασκευή δε θα πρέπει να θέσει σε κίνδυνο τα κύτταρα του οργανισμού.

«Αυτό είναι και το τελικό σύνορο, η εμφύτευση συσκευών που θα ενταχθούν ομαλά στον εγκέφαλο, το αυτί, το μάτι και τους μύς», σχολιάζει ο Ντέιβιντ Μάρτιν, καθηγητής Μηχανικής στο πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν.΄

Η τεχνολογία που αναπτύσσεται στον τομέα είναι πρωτοποριακή από κάθε άποψη, έχει ωστόσο τα γκρίζα σημεία της, αφού κανείς δε μπορεί ακόμη να ξέρει την μακροχρόνια αντίδραση ενός οργανισμού σε εμφυτευμένες συσκευές, ενώ, όπως παρατηρούν οι επιστήμονες, οι άνθρωποι τείνουν να είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικοί σε ότι αφορά πράγματα που βάζουν στο σώμα τους.

Βιονικά όργανα 




Επεξεργαστής εγκεφάλου:
Επιστήμονες στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια κατασκεύασασν τσιπ που μπορεί να αντικαταστήσει τη λειτουγρία του ιππόκαμπου στον εγκεφάλο, την περιοχή που ελέγχει την βραχυπρόθεσμη μνήμη και κατανόηση. 


Τεχνητά κύτταρα:
Έχοντας τη δυνατότητα κίνησης στο σώμα όπως τα λευκά αιμοσφαίρια, έχουν τη δυνατότητα μεταφοράς και απελευθέρωσης φαρμάκου απευθείας στην περιοχή που απαιτείται. 


Φορητό νεφρό:
Έχοντας διαστάσεις τόσο μικρές που μπορεί να ενσωματωθεί σε ζώνη, το τεχνητό όργανο μπορεί να εργάζεται 24 ώρες την ημέρα, όπως το πραγματικό νεφρό. 


«Έξυπνο» γόνατο:
Μαθαίνει τον τρόπο κίνησης του ανθρώπου, αναγνωρίζει τη μορφολογία του εδάφους, δημιουργώντας ρεαλιστική κίνηση. 



Προσθετικό χέρι:
Συνδέεται με τον εγκέφαλο μέσω υγιών κινητικών νεύρων, επιτυγχάνοντας την κίνηση του με τη σκέψη. 

Πηγή: www.kathimerini.gr με πληροφορίες CNN.com

Researchers create world’s first 3D-printed bionic organ

Using 3D printers to create biological structures has become widespread. Printing electronics has made similar advances, particularly for low-cost, low-power disposable items. The first successful combination of these two technolgies has recently been reported by a group of researchers at Princeton. They described their methods in a recent issue of ACS NANO Letters. They claim that their new device can receive a wide range of frequencies using a coiled antenna printed with silver nanoparticles. Interfacing their device to actual nerve is the next obvious step, begging the question — can it actually hear?

The Princeton researchers previously developed a tattoo composed of a sensor and an antenna that could be fixed to the surface of a tooth. It was made from a combination of silk, gold, and graphene, and had the ability to detect small amounts of bacteria. Building on their knowledge, that team joined up with researchers at Johns Hopkins to build the electronic ear. Their 3D printer combined calf cells with a hydrogel matrix material to form the ear cartilage, and silver to form the embedded antenna coil.

3D-earIn testing, they were able to pick up radiowaves in stereo using complimentary left and right side ears. Later on they hope to be able to detect acoustic energy directly using other built-in sensors. There are many ways this might be accomplished, the trick is to find a pressure-sensitive material that can be easily printed. Other researchers have used 3D printing of a material called carbomorph to create piezoresistive sensors that change resistance when bent or stressed. These researchers have also been able to print capacitive button sensors to measure changes in capacitance, and even connectors for hooking things together.

Printing biological structures that will be stable over time is a tricky business. The first stable 3D-printed ear was achieved not too long ago by researchers at Cornell using a very similar method. Since then, advances in bioprinting have progressed to ever smaller scales, culminating recently with a technique called 3D microdroplet printing. Using synthetic cell microdroplets, researchers could lay down geometrically precise tissues composed of human stem cells. These droplets could then undergo secondary developmental changes to their structure.

The bionic ear is a long way from something that might be used in humans, if that is even the intent of the authors. Successful printing of organs and tissues larger than just a cartilaginous ear will require supporting elements for bloodflow and nervous enervation. A test device for printed tissues and organs that might include these essential primitives will undoubtedly be needed soon. It may eventually come to resemble some kind of living proto-humanoid machine — and would probably be a little creepy-looking. However, asking lab animals to shoulder our test burden, may hopefully soon no longer be necessary.

 

Source: http://csglobe.com/researchers-create-worlds-first-3d-printed-bionic-organ/

 

12 Advances In Medical Robotics

Robots play a critical — and growing — role in modern medicine, from training the next generation of doctors, dentists, and nurses, to comforting and protecting elderly patients in the early stages of dementia. Using robots, medical professionals can make smaller incisions for shorter surgeries, reducing hospital stays and improving patients’ prognoses and saving costs. As robots become even smaller and developers continue to further integrate the devices with artificial intelligence, the medical community will continuously expand the ways in which it uses this technology to save patients, improve quality of life and prevent health problems. At the other end of the spectrum, medical schools are turning to robots that mimic live patients’ feelings of pain or discomfort to help the next wave of doctors and dentists prepare to treat real people. Of course, dummies and cadavers are not new to medical students, but by giving students access to sensitive patients, healthcare educators hope to hone the bedside manners of soon-to-be doctors and dentists.

 

cyberknife1

 

 

Read more

Clinical decision support system

Clinical decision support system (CDSS) is an interactive decision support system (DSS) Computer Software, which is designed to assist physicians and other health professionals withdecision making tasks, such as determining diagnosis of patient data. A working definition has been proposed by Robert Hayward of the Centre for Health Evidence; «Clinical Decision Support systems link health observations with health knowledge to influence health choices by clinicians for improved health care». This definition has the advantage of simplifying Clinical Decision Support to a functional concept. It is a major topic of artificial intelligence in medicine.

Role & Characteristics

A clinical decision support system has been coined as an “active knowledge systems, which use two or more items of patient data to generate case-specific advice.” This implies that a CDSS is simply a DSS that is focused on using knowledge management in such a way to achieve clinical advice for patient care based on some number of items of patient data.

Purpose/Goal

The main purpose of modern CDSS is to assist clinicians at the point of care. This means that a clinician would interact with a CDSS to help determine diagnosis, analysis, etc. of patient data. Previous theories of CDSS were to use the CDSS to literally make decisions for the clinician. The clinician would input the information and wait for the CDSS to output the “right” choice and the clinician would simply act on that output. The new methodology of using CDSS to assist forces the clinician to interact with the CDSS utilizing both the clinician’s knowledge and the CDSS to make a better analysis of the patients data than either human or CDSS could make on their own. Typically the CDSS would make suggestions of outputs or a set of outputs for the clinician to look through and the clinician officially picks useful information and removes erroneous CDSS suggestions.

There are two main types of CDSS:

  • Knowledge-Based
  • NonKnowledge-Based

An example of how a CDSS might be used by a clinician comes from the subset of CDSS (Clinical Decision Support System), DDSS (Diagnosis Decision Support Systems). A DDSS would take the patients data and propose a set of appropriate diagnoses. The doctor then takes the output of the DDSS and figures out which diagnoses are relevant and which are not.

Another important classification of a CDSS is based on the timing of its use. Doctors use these systems at point of care to help them as they are dealing with a patient, with the timing of use as either pre-diagnoses, during diagnoses, or post diagnoses. Pre-diagnoses CDSS systems are used to help the physician prepare the diagnoses. CDSS used during diagnoses help review and filter the physician’s preliminary diagnostic choices to improve their final results. And post-diagnoses CDSS systems are used to mine data to derive connections between patients and their past medical history and clinical research to predict future events. It has been claimed that decision support will begin to replace clinicians in common tasks in the future.

Features of a Knowledge-Based CDSS

Most CDSS consist of three parts, the knowledge base, inference engine, and mechanism to communicate. The knowledge base contains the rules and associations of compiled data which most often take the form of IF-THEN rules. If this was a system for determining drug interactions, then a rule might be that IF drug X is taken AND drug Y is taken THEN alert user. Using another interface, an advanced user could edit the knowledge base to keep it up to date with new drugs. The inference engine combines the rules from the knowledge base with the patient’s data. The communication mechanism will allow the system to show the results to the user as well as have input into the system.

Features of a non-Knowledge-Based CDSS

CDSS’s that do not use a knowledge base use a form of artificial intelligence called machine learning, which allow computers to learn from past experiences and/or find patterns in clinical data. Two types of non-knowledge-based systems are artificial neural networks and genetic algorithms.

Artificial neural networks or more generally neural networks use nodes and weighted connections between them to analyze the patterns found in the patient data to derive the associations between the symptoms and a diagnosis. This eliminates the need for writing rules and for expert input. However since the system cannot explain the reason it uses the data the way it does, most clinicians don’t use them for reliability and accountability reasons.

Genetic Algorithms are based on simplified evolutionary processes using directed selection to achieve optimal CDSS results. The selection algorithms evaluate components of random sets of solutions to a problem. The solutions that come out on top are then recombined and mutated and run through the process again. This happens over and over until the proper solution is discovered. They are the same as neural networks in that they derive their knowledge from patient data. Non-knowledge-based networks often focus on a narrow list of symptoms like ones for a single disease as opposed to the knowledge based approach which cover many different diseases to diagnosis

Effectiveness

A 2005 systematic review by Garg et al. of 100 studies concluded that CDSs improved practitioner performance in 64% of the studies. The CDSs improved patient outcomes in 13% of the studies. Sustainable CDSs features associated with improved practitioner performance include the following:

  1. automatic electronic prompts rather than requiring user activation of the system

Garg et al. concluded that the number and methodologic quality of studies have improved from 1973 through 2004. 

Another 2005 systematic review (quantitative analysis) of 70 studies by Kawamoto et al. found… «Decision support systems significantly improved clinical practice in 68% of trials.» The CDS features associated with success include the following:

  1. the CDSs is integrated into the clinical workflow rather than as a separate log-in or screen.
  2. the CDSs is electronic rather than paper-based templates.
  3. the CDSs provides decision support at the time and location of care rather than prior to or after the patient encounter.
  4. the CDSs provides (active voice) recommendations for care, not just assessments.

 

Current U.S. Regulations

With the enactment of the American Recovery and Reinvestment Act of 2009 (ARRA), there is a push for widespread adoption of health information technology through the Health Information Technology for Economic and Clinical Health Act (HITECH). Through these initiatives, more hospitals and clinics are integrating Electronic Medical Records (EMRs) and Computerized physician order entry (CPOE) within their health information processing and storage. Consequently, the Institute of Medicine (IOM) promoted usage of health information technology including Clinical Decision Support Systems to advance quality of patient care. The IOM had published a startling report which focused on patient safety crisis in the United States pointing to the incredibly high number of deaths. This statistic gained great attention to the quality of patient care.

With the recent enactment of the HITECH Act included in the ARRA, encouraging the adoption of health IT, more detailed case laws for CDSS and EMRs are still being defined by the Office of National Coordinator for Health Information Technology (ONC) and approved by Department of Health and Human Services (HHS). “Meaningful use” definition is yet to be polished.

Despite the absence of laws, the CDSS vendors would almost certainly be viewed as having a legal duty of care to both the patients who may adversely be affected due to CDSS usage and the clinicians who may use the technology for patient care. Therefore, the duties of care legal regulations are not explicitly defined yet.

With recent effective legislations related to performance shift payment incentives, CDSS are appealing as more attractive.

Challenges to Adoption

Clinical Challenges

Much effort has been put forth by medical institutions and software companies to produce viable CDSSs to cover all aspects of clinical tasks. However, with the complexity of clinical workflows and the demands on staff time high, care must be taken by the institution deploying the support system to ensure that the system becomes a fluid and integral part of the workflow. To this end CDSSs have met with varying amounts of success, while others suffer from common problems preventing or reducing successful adoption and acceptance.

Two sectors of the healthcare domain in which CDSSs have had a large impact are the pharmacy and billing sectors. Pharmacy and prescription ordering systems now do batch-based checking of orders for negative drug interactions and report warnings to the ordering professional. Such systems commonly exist both in clinical settings as well as in more commercial settings, such as in the software used by local or chain pharmacy stores. Another sector of success for CDSS is in billing and claims filing. Since many hospitals rely on Medicare reimbursements to maintain their operational status, systems have been created to help examine both a proposed treatment plan and the current rules of Medicare in order to suggest a plan that attempts to maximize both the care of the patient and the financial needs of the institution.

Other CDSSs that are aimed at the diagnostic tasks have found success but are often very limited in deployment and scope. The Leeds Abdominal Pain System went operational in 1971 for the University of Leeds hospital, and found fantastic levels of success where the CDSS produced a correct diagnosis 91.8% of cases compared to the clinicians’ rating of 79.6%.

Despite the wide range of efforts by institutions to produce and use these systems, widespread adoption and acceptance has still not yet been achieved for most offerings. One large roadblock to acceptance is workflow integration. A tendency to focus only on the functional decision making core of the CDSS exists, causing a deficiency in planning for how the clinician will actually use the product in situ. Often these systems are stand-alone applications, requiring the clinician to cease working on their current report system, switch to the CDSS, input the necessary data, and receive the information. These additional steps break the flow from the clinician’s perspective and cost precious time.

Technical Challenges & Barriers to Implementation

Clinical decision support systems face steep technical challenges in a number of areas. Biological systems are profoundly complicated, and a clinical decision may utilize an enormous range of potentially relevant data. For example, an electronic evidence-based medicine system may potentially consider a patient’s symptoms, medical history, family history and genetics, as well as historical and geographical trends of disease occurrence, and published clinical data on medicinal effectiveness when recommending a patient’s course of treatment.

Clinically, a large deterrent to CDSS acceptance is workflow integration. Inclination to focus only on functional decision making core of the CDSS causes a deficient plan on how the clinician will actually utilize the system in situations. Generally extra steps are required of the clinician which then causes a disruption in workflow affecting efficiency. Generally these systems are stand-alone applications which are not integrated with existing healthcare systems, the clinical user must stop work on the current system, switch to the CDSS, and reenter data necessary into the CDSS that may already exist in another electronic system.

Another source of contention with many medical support systems produces mass amounts of alert. When systems produce high volume of warnings (especially those that do not require escalation), aside from the annoyance, clinicians may pay less attention to warnings, causing potentially critical alerts to be missed.

Maintenance

One of the core challenges facing CDSS is difficulty in incorporating the extensive quantity of clinical research being published on an ongoing basis. In a given year, tens of thousands of clinical trials are published. Currently, each one of these studies must be manually read, evaluated for scientific legitimacy, and incorporated into the CDSS in an accurate way.

In addition to being laborious, integration of new data can sometimes be difficult to quantify or incorporate into the existing decision support schema, particularly in instances where different clinical papers may appear conflicting. Properly resolving these sorts of discrepancies is often the subject of clinical papers itself , which often take months to complete.

Evaluation

In order for a CDSS to offer value, it must demonstrably improve clinical workflow or outcome. Evaluation of CDSS is the process of quantifying its value to improve a system’s quality and measure its effectiveness. Because different CDSSs serve different purposes, there is no generic metric which applies to all such systems; however, attributes such as consistency (with itself, and with experts) often apply across a wide spectrum of systems.The evaluation benchmark for a CDSS depends on the system’s goal: for example, a diagnostic decision support system may be rated based upon the consistency and accuracy of its classification of disease (as compared to physicians or other decision support systems). An evidence-based medicine system might be rated based upon a high incidence of patient improvement, or higher financial reimbursement for care providers.

Read more

Computer-aided diagnosis

In radiology, computer-aided detection (CADe), also called computer-aided diagnosis (CADx), are procedures in medicine that assist doctors in the interpretation of medical images. Imaging techniques in X-rayMRI, and Ultrasound diagnostics yield a great deal of information, which the radiologist has to analyze and evaluate comprehensively in a short time. CAD systems help scan digital images, e.g. from computed tomography, for typical appearances and to highlight conspicuous sections, such as possible diseases.

CAD is a relatively young interdisciplinary technology combining elements of artificial intelligence and digital image processing with radiological image processing. A typical application is the detection of a tumor. For instance, some hospitals use CAD to support preventive medical check-ups in mammography (diagnosis of breast cancer), the detection of polyps in the colon, and lung cancer.

Overview

Computer-aided detection (CADe) systems are usually confined to marking conspicuous structures and sections. Computer-aided diagnosis (CADx) systems evaluate the conspicuous structures. For example, in mammography CAD highlights micro calcification clusters and hyperdense structures in the soft tissue. This allows the radiologist to draw conclusions about the condition of the pathology. Another application is CADq, which quantifies, e.g., the size of a tumor or the tumor’s behavior in contrast medium uptake. Computer-aided simple triage (CAST) is another type of CAD, which performs a fully automatic initial interpretation and triage of studies into some meaningful categories (e.g. negative and positive). CAST is particularly applicable in emergency diagnostic imaging, where a prompt diagnosis of critical, life threatening condition is required.

At the present stage of the technology, CAD cannot and may not substitute the doctor, but rather plays a supporting role. The doctor (generally a radiologist) is always responsible for the final interpretation of a medical image.

Computer-aided diagnosis topics

Methodology

CAD is fundamentally based on highly complex pattern recognition. X-ray images are scanned for suspicious structures. Normally a few thousand images are required to optimize the algorithm. Digital image data are copied to a CAD server in a DICOM-format and are prepared and analyzed in several steps.

1. Preprocessing for

  • Reduction of artifacts (bugs in images)
  • Image noise reduction
  • Leveling (harmonization) of image quality for clearing the image’s different basic conditions e.g. different exposure parameter.

2. Segmentation for

  • Differentiation of different structures in the image, e.g. heart, lung, ribcage, possible round lesions
  • Matching with anatomic databank

3. Structure/ROI (Region of Interest) Analyze Every detected region is analyzed individually for special characteristics:

  • Compactness
  • Form, size and location
  • Reference to close-by structures / ROIs
  • Average greylevel value analyze within a ROI
  • Proportion of greylevels to border of the structure inside the ROI

4. Evaluation / classification After the structure is analyzed, every ROI is evaluated individually (scoring) for the probability of a TP. Therefore the procedures are:

  • Nearest-Neighbor Rule
  • Minimum distance classifier
  • Cascade Classifier
  • Bayesian Classifier
  • Multilayer perception
  • Radial basis function network (RBF)
  • SVM

If the detected structures have reached a certain threshold level, they are highlighted in the image for the radiologist. Depending on the CAD system these markings can be permanently or temporary saved. The latter’s advantage is that only the markings which are approved by the radiologist are saved. False hits should not be saved, because an examination at a later date becomes more difficult then.

Sensitivity and specificity

CAD systems seek to highlight suspicious structures. Today’s CAD systems cannot detect 100% of pathological changes. The hit rate (sensitivity) can be up to 90% depending on system and application.[1] A correct hit is termed a True Positive (TP), while the incorrect marking of healthy sections constitutes a False Positive (FP). The less FPs indicated, the higher the specificity is. A low specificity reduces the acceptance of the CAD system because the user has to identify all of these wrong hits. The FP-rate in lung overview examinations (CAD Chest) could be reduced to 2 per examination. In other segments (e.g. CT lung examinations) the FP-rate could be 25 or more. In CAST systems the FP rate must be extremely low (less than 1 per examination) to allow a meaningful study triage.

Absolute detection rate

The absolute detection rate of the radiologist is an alternative metric to sensitivity and specificity. Overall, results of clinical trials about sensitivity, specificity, and the absolute detection rate can vary markedly. Each study result depends on its basic conditions and has to be evaluated on those terms. The following facts have a strong influence:

  • Retrospective or prospective design
  • Quality of the used images
  • Condition of the x-ray examination
  • Radiologist’s experience and education
  • Type of lesion
  • Size of the considered lesion

Applications

CAD is used in the diagnosis of breast cancerlung cancercolon cancerprostate cancerbone metastasescoronary artery disease and congenital heart defect.

Breast cancer

CAD is used in screening mammography (X-ray examination of the female breast). Screening mammography is used for the early detection of breast cancer. CAD is especially established in US and the Netherlands and is used in addition to human evaluation, usually by a radiologist. The first CAD system for mammography was developed in a research project at the University of Chicago. Today it is commercially offered by iCAD and Hologic. There are currently some non-commercial projects being developed, such as Ashita Project, a gradient-based screening software by Alan Hshieh, as well. However, while achieving high sensitivities, CAD systems tend to have very low specificity and the benefits of using CAD remain uncertain. Some studies suggest a positive impact on mammography screening programs,but others show no improvement. A 2008 systematic review on computer-aided detection in screening mammography concluded that CAD does not have a significant effect on cancer detection rate, but does undesirably increase recall rate (i.e. the rate of false positives). However, it noted considerable heterogeneity in the impact on recall rate across studies.

Procedures to evaluate mammography based on magnetic resonance imaging exist too.

Lung cancer (bronchial carcinoma)

In the diagnosis of lung cancer, computed tomography with special three-dimensional CAD systems are established and considered as gold standard.[citation needed] At this a volumetric dataset with up to 3,000 single images is prepared and analyzed. Round lesions (lung cancer, metastases and benign changes) from 1 mm are detectable. Today all well-known vendors of medical systems offer corresponding solutions.

Early detection of lung cancer is valuable. The 5-year-survival-rate of lung cancer has stagnated in the last 30 years and is now at approximately just 15%. Lung cancer takes more victims than breast cancer, prostate cancer and colon cancer together. This is due to the asymptomatic growth of this cancer. In the majority of cases it is too late for a successful therapy if the patient develops first symptoms (e.g. chronic croakiness or hemoptysis). But if the lung cancer is detected early (mostly by chance), there is a survival rate at 47% according to the American Cancer Society. At the same time the standard x-ray-examination of the lung is the most frequently x-ray examination with a 50% share. Indeed the random detection of lung cancer in the early stage (stage 1) in the x-ray image is difficult. It is a fact that round lesions vary from 5–10 mm are easily overlooked. The routine application of CAD Chest Systems may help to detect small changes without initial suspicion. Philips was the first vendor to present a CAD for early detection of round lung lesions on x-ray images.

Colon cancer

CAD is available for detection of colorectal polyps in the colon. Polyps are small growths that arise from the inner lining of the colon. CAD detects the polyps by identifying their characteristic «bump-like» shape. To avoid excessive false positives, CAD ignores the normal colon wall, including the haustral folds. In early clinical trials, CAD helped radiologists find more polyps in the colon than they found prior to using CAD.

Coronary artery disease

CAD is available for the automatic detection of significant (causing more than 50% stenosiscoronary artery disease in coronary CT angiography (CCTA) studies. A low false positives rate (60-70% specificity per patient) allows using it as a computer-aided simple triage (CAST) tool distinguishing between positive and negative studies and yielding a preliminary report. This, for example, can be used for chest pain patients’ triage in an emergency setting.

Congenital heart defect

Early detection of pathology can be the difference between life and death. CADe can be done by auscultation with a digital stethoscope and specialized software, also known as Computer-aided auscultation. Murmurs, irregular heart sounds, caused by blood flowing through a defective heart, can be detected with high sensitivity and specificity. Computer-aided auscultation is sensitive to external noise and bodily sounds and requires an almost silent environment to function accurately.

Nuclear medicine

CADx is available for nuclear medicine images. Commercial CADx systems for the diagnosis of bone metastases in whole-body bone scans and coronary artery disease in myocardial perfusion images exist.

Source: http://en.wikipedia.org/